ἕρποντος

ἕρποντος
ἕρπω
serpo)
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εισορώ — εἰσορῶ και ἐσορῶ ( άω) (Α) 1. βλέπω μέσα, παρατηρώ με προσοχή, ατενίζω («εἰσορόων Τρώων πόλιν», Ιλ. Θ.) 2. βλέπω κάποιον να μπαίνει ή να παραμένει σ έναν τόπο 3. (με μτχ.) αντιλαμβάνομαι κάτι («ὡς ἕρποντος εἰσορᾷς ἐμοῡ» μέ βλέπεις ότι φεύγω) 4.… …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκίτις — μυρμηκῑτις, ἡ (Α) είδος πολύτιμου λίθου που δίνει την εντύπωση έρποντος μυρμηγκιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος «μυρμήγκι», + κατάλ. ῖτις (πρβλ. κυαμ ίτις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”